μασκαρένιος, -ια, -ιο

μασκαρένιος, -ια, -ιο
αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά, αναξιοπρεπής, ανήθικος, κακόπιστος: Έχει μασκαρένια συμπεριφορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μασκαρένιος — (I) α, ο [μασκαράς (I)] αυτός που ταιριάζει σε μασκαρά. (II) α, ο [μασκαράς (II)] αναξιοπρεπής, ανήθικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”